- σαγματάς
- ὁ, Ακατασκευαστής σαγμάτων, σαγματοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. μαχαιρ-ᾶς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άονες — Αρχαία ελληνική φυλή που ζούσε στην περιοχή της Θήβας. Σύμφωνα με έναν μύθο, είχαν εισβάλει στη Βοιωτία μαζί με τους Τέμμικες, έχοντας ξεκινήσει από την περιοχή του Σουνίου. Σε άλλον μύθο αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Σαγματά, μονή — Αντρικό μοναστήρι του νομού Βοιωτίας, στην επαρχία Θηβών, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Η ίδρυσή του ανάγεται στο 12o αι. Η ονομασία «Σαγματάς» πιθανολογείται πως οφείλεται σε μοναχό που κατασκεύαζε σάγματα (σαμάρια)… … Dictionary of Greek